κακότητι

κακότητι
κακότης
badness
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακότητα — η (AM κακότης) [κακός] 1. κακός χαρακτήρας, κακία, έχθρα, μοχθηρία, πονηρία («τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», Ομ. Ιλ.) 2. κακή πρόθεση («οὐδεμιῇ κακότητι λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης», Ηρόδ.) μσν. αρχ. κακή κατάσταση, αθλιότητα («εὐναὶ δὲ παράτροποι… …   Dictionary of Greek

  • PURGATIO Animae — apud Gentiles, triplex credita: illam enim exspirari putabant Aere, Igni et Aquâ. Et quidem ipsa expurgatio in genere, vanni symbolô, in Bacchi sacris fuit repraesentata. Unde, – –– Mystica vannus Iacchi; apud Virgilium Georgie. l. 1. v. 166. et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταγηράσκω — και καταγηρῶ, άω (Α) γερνάω πολύ, γίνομαι πολύ γέρος («αἶψα... ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • κακότηθ' — κακότητα , κακότης badness fem acc sg κακότητι , κακότης badness fem dat sg κακότητε , κακότης badness fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακότητ' — κακότητα , κακότης badness fem acc sg κακότητι , κακότης badness fem dat sg κακότητε , κακότης badness fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”